αἴξ

αἴξ
αἴξ, αἰγός, ὁ, ἡ goat (Hom.+; ins, pap, LXX; TestJob 15:4 ἐρίφους αἰγῶν; GrBar 2:3; Philo, Omn. Prob. Lib. 30; Jos., Ant. 6, 217; 295; TestZeb 4:9; SibOr 3, 627; Just.) ἔριφος ἐξ αἰγῶν (Gen 38:20) Lk 15:29 D.—B. 165. DELG.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αἴξ — goat masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄιξ — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… …   Dictionary of Greek

  • αιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… …   Dictionary of Greek

  • αἰγί — αἴξ goat masc/fem dat sg αἰγίς goatskin fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγῶν — αἴξ goat masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγός — αἴξ goat masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰξί — αἴξ goat masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰξίν — αἴξ goat masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴγεσιν — αἴξ goat masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴγεσσι — αἴξ goat masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”